- κάπυρις
- κᾰπῠρ-ις,A Persian gown with sleeves, Poll.7.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάπυρις — κάπυρις, ύριδος, ἡ (Α) περσικός χιτώνας με μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν έχει αποδειχθεί αν ο τ. κάπυρις συνδέεται με το καπυρός ή αν πρόκειται για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek